- ἀκίνητος
- ᾰκῑνητος1 motionless οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον pr. O. 9.33
ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ P. 4.57
χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας i. e. Delos fr. 33c. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ P. 4.57
χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας i. e. Delos fr. 33c. 3.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκίνητος — unmoved masc nom sg ἀκίνητος unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκινητότερον — ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητοτέραις — ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατα — ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατον — ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτω — ἀκίνητος unmoved masc/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτως — ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc acc pl (doric) ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίνητον — ἀκίνητος unmoved masc acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg ἀκίνητος unmoved masc/fem acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτων — ἀκίνητος unmoved fem gen pl ἀκίνητος unmoved masc/neut gen pl ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)